- ζουάβοι
- Στρατιωτικό σώμα, το οποίο είχε αρχικά στρατολογηθεί στην Καβυλία –ορεινή περιοχή μεταξύ της Αλγερίας και της Τυνησίας– που σχεδόν για 130 χρόνια προσέφερε τις υπηρεσίες του στη Γαλλία. Οι πρώτοι ζ. στρατολογήθηκαν το 1830, όταν άρχισε η κατάκτηση της Αλγερίας. Στη διάρκεια της επόμενης εικοσαετίας, τα στρατεύματα αυτά, που είχαν στελεχωθεί με Γάλλους αξιωματικούς, αυξήθηκαν βαθμιαία, ώστε το 1854 υπήρχαν τέσσερα συντάγματα ζ. Τμήματα ζ. πήραν μέρος και διακρίθηκαν για τη γενναιότητά τους στην εκστρατεία της Κριμαίας και στην Ιταλία, στον πόλεμο του 1859. Κατά τα τελευταία εξήντα χρόνια, τα 4/5 του στρατού αυτού προσέφεραν υπηρεσίες στη βόρεια Αφρική, με τις χαρακτηριστικές στολές τους, ενώ το 1/5 από αυτά στάθμευε στη Γαλλία· μετά την ανεξαρτησία της Αλγερίας, το σώμα των ζ. καταργήθηκε.
Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίστηκε ένα σώμα γαλλικού στρατού, που συγκροτήθηκε για να βοηθήσει την άμυνα του παπικού κράτους και το οποίο πολέμησε στο Καστελφιντάρντο και στη Μεντάνα, καθώς και ένα τμήμα εθελοντών που το 1860 συνεργάστηκε με τις δυνάμεις του Γκαριμπάλντι.
* * *οιονομασία που έφεραν στο παρελθόν διάφορα στρατιωτικά σώματα τού αποικιακού στρατού τής Γαλλίας, κυρίως από ιθαγενείς τής φυλής τών Ζουάβα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. zouaves < αραβ. zwawa, ονομασία φυλής τής Καβυλίας].
Dictionary of Greek. 2013.